- σκηνευτής
- ὁ, Α1. σκηνίτης2. κατασκευαστής σκηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + κατάλ. -ευτής, παρλλ. τ. τού σκηνίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκηνευτής — tent dweller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)